πλιενσβάχιος

πλιενσβάχιος
-ια, -ιο, Ν
φρ. «πλιενσβάχια βαθμίδα» ή απλώς «το πλιενσβάχιο»
γεωλ. κανονική παγκόσμια υποδιαίρεση τού ιουρασικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του και η οποία ακολουθεί τη σινεμούρια και προηγείται τής τοάρσιας βαθμίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”